- σκοπείον
- τὸ, Α [σκοπός / σκοπεύω]συν. στον πληθ. τὰ σκοπεῑααστρονομικό όργανο παρατήρησης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεραυνοσκοπείον — κεραυνοσκοπεῑον, τὸ (Α) μηχάνημα με το οποίο παραγόταν τεχνητά η βροντή κεραυνού στη σκηνή τού θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + σκοπεῖον (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. αστερο σκοπείον, μετεωρο σκοπείον] … Dictionary of Greek
Hemeroskopeion — Saltar a navegación, búsqueda Contenido 1 Hemeroskopeion o ήμεροσκοπείον 2 1. El proceso de la pesca→ 3 2. Documentación epigráfica→ … Wikipedia Español
νειλοσκόπιο — το (Α νειλοσκοπεῑον) το νειλόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νεῖλος + σκόπιο / σκοπεῑον (< σκόπος < σκοπῶ), πρβλ. ωρο σκόπιο] … Dictionary of Greek